πολυστένακτον

πολυστένακτον
πολυστένακτος
causing many groans
masc/fem acc sg
πολυστένακτος
causing many groans
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυστένακτος — η, ο / πολυστένακτος, ον, ΝΜΑ, πολυστέναχτος, η, ο, Ν, πολυστέναχος, ον, Μ 1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί πολλούς στεναγμούς 2. ο γεμάτος στεναγμούς («τὸν πολυστένακτον ἀνθρώπων βίον γέλωτι κεράσας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. αυτός που στενάζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”